- λισσας
- λισσάςI-άδος adj. f гладкая
(πέτρα Aesch., Eur., Theocr.)
II-άδος ἥ (sc. πέτρα) гладкая скала Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτρα Aesch., Eur., Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λισσάς — και βοιωτ. τ. λιττάς, άδος, ἡ (Α) [λισσός] 1. ως επίθ. λεία («λισσάς... πέτρα», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. α) λείος, απότομος, γυμνός γκρεμός («κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα καὶ λισσάδας ἀχανεῑς ἐχόντων», Πλούτ.) β) λεία επιτάφια πέτρα … Dictionary of Greek
λισσάς — bare fem nom sg λισσά̱ς , λισσός smooth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδα — λισσάς bare fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδας — λισσάς bare fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδες — λισσάς bare fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδι — λισσάς bare fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδος — λισσάς bare fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδων — λισσάς bare fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιττάς — λιττάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λισσάς … Dictionary of Greek
οιόφρων — οἰόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ πιὰς πέτρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό φρων] … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek